επισκοπεύω

επισκοπεύω
одет, быть епископом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επισκοπεύω" в других словарях:

  • επισκοπεύω — (AM ἐπισκοπεύω) [επίσκοπος] εκτελώ καθήκοντα επισκόπου αρχ. μσν. παρατηρώ, εξετάζω κάτι αρχ. 1. επισκέπτομαι 2. (για στρατηγό) επιθεωρώ …   Dictionary of Greek

  • επισκοπεύω — επισκόπευσα, αμτβ., είμαι επίσκοπος ή εκτελώ χρέη επίσκοπου αναπληρώνοντάς τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισκοπευσάντων — ἐπισκοπεύω aor part act masc/neut gen pl ἐπισκοπεύω aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύουσι — ἐπισκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπισκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύσαντα — ἐπισκοπεύω aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπισκοπεύω aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύειν — ἐπισκοπεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύοντες — ἐπισκοπεύω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύοντος — ἐπισκοπεύω pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύουσαν — ἐπισκοπεύω pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύσαντας — ἐπισκοπεύω aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπεύσαντες — ἐπισκοπεύω aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»